- ιπποσκευή
- ητα χάμουρα του αλόγου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιπποσκευή — η το σύνολο τής σαγής τού ίππου, κν. τα χάμουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκευή «εξοπλισμός, στολή»] … Dictionary of Greek
διατόνιο — και διατόνι, το (Α διατόνιον) [διάτονος] νεοελλ. 1. δοκάρι από τη μια άκρη κατασκευής ώς την άλλη 2. μικρό μεταλλικό πλαίσιο για τη σύνδεση δύο κομματιών, ιδίως για τη σύνδεση τών ιμάντων με την ιπποσκευή, θηλυκωτήρι αρχ. αγκίστρι, κρίκος απ όπου … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
λωράμεντα — λωράμεντα, τὰ (Α) η ιπποσκευή με τους ιμάντες της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. loramentum «ιμάντωμα, ιμάντας»] … Dictionary of Greek
πίξος — ὁ, Α πιθ. ιπποσκευή … Dictionary of Greek
περιστήθιο — το / περιστήθιος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν 2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το… … Dictionary of Greek
σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
ταπιτιούχος — ον, Α (για άλογα) αυτός που φέρει ιπποσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, ητος / τάπις/ ταπητιον + οῦχος*] … Dictionary of Greek
χάμουρα — τα η σαγή των αλόγων, η ιπποσκευή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)